λεύκιππος

λεύκιππος
λεύκ-ιππος, ον,
A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El.706; of Persephone, Pi.O.6.95;

λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24

.
2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεύκιππος — riding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκιππος — riding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές …   Dictionary of Greek

  • λεύκιππον — λεύκιππος riding masc/fem acc sg λεύκιππος riding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίπποιο — Λεύκιππος riding masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίπποιο — λεύκιππος riding masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίπποις — Λεύκιππος riding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίπποις — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίπποισι — Λεύκιππος riding masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίπποισι — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίππου — Λεύκιππος riding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”